Παραμύθι μύθι μύθι το κουκί και το ρεβύθι

Παραμύθι μύθι μύθι το κουκί και το ρεβύθι

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ο μικρός Καραμελάκης - γλειφιτζουράκης

Μια φορά κι έναν καιρό , κάπου εκεί στην '' ονειροπόλα''  μακριά από εδώ , ζούσε ο μικρός Καραμελάκης - γλειφιτζουράκης.Ήταν κάπου 10 χρονών , όχι πολύ μικρός αλλά όχι και πολύ μεγάλος , ψηλός πολύ για την ηλικία του και με κόκκινα μαλάκια. Ο Καραμελάκης είχε μια μικρή ιδιαιτερότητα , ιδιαιτερότητα για τους άλλους όχι όμως  για αυτόν...Έφτιαχνε καραμελοκατασκευές.Όσοι το άκουγαν γελούσαν μέχρι που εκείνος σταμάτησε να φτιάχνει καραμελοκατασκευές.Ήταν όμως πολύ δυστυχισμένος γιατί αυτό που τόσο πολύ αγαπούσε τον έκανε να κλαίει...Ακόμα και τα δάκρυα του είχαν άλλη γεύση.Πήγαινε σχολείο κανονικά , όμως το καλοκαίρι έφτασε και τα σχολεία θα έκλειναν , γι αυτό οι γονείς του πήραν την απόφαση αφού τον έβλεπαν δυστυχισμένο να τον στείλουν στην κατασκήνωση μαζί με άλλα παιδάκια για να είναι χαρούμενος.

Ο Καραμελάκης δέχτηκε κι έτσι η μέρα της αναχώρησης έφτασε...Ο Καραμελάκης ανέβηκε στο λεωφορείο μαζί με τα παιδάκια και το ταξίδι της κατασκήνωσης μόλις είχε αρχίσει...
Όλα τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα και χαρούμενα όμως εκείνος ήταν και πάλι δυστυχισμένος.Του έλειπαν οι κατασκευές του...Κάθε μέρα τις σκεφτόταν και κρυφά από τα άλλα παιδάκια κρυβόταν κάτω από το σεντόνι του και έκλαιγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς...Ένα πρωί λοιπόν ο Καραμελάκης βρήκε δίπλα στο κρεβάτι του μια τεράστια σακούλα , την άνοιξε και βρήκε μέσα τεράστια γλειφιτζούρια και καραμέλες πολλές !!!!

Η χαρά του ήταν τεράστια , αμέσως έπιασε δουλειά και ξεκίνησε να φτιάχνει ένα τεράστιο κάστρο.Ο Καραμελάκης δεν είχε δει τα άλλα παιδιά που είχαν ξυπνήσει και τον κοιτούσαν με απορία και θαυμασμό τον Καραμελάκη , τους άρεσε τόσο πολύ...! 

Ένα παιδάκι έκανε μια ερώτηση στον Καραμελάκη ...
- Γιατί δεν μας είχες πει για αυτές τις υπέροχες κατασκευές ??
Ο Καραμελάκης δεν ήξερε τι να απαντήσει γιατί κανείς άλλος δεν του είχε κάνει αυτή την ερώτηση , δεν απάντησε απλά κοίταξε τον φίλο του.
- Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι , οι μεγάλοι πολλές φορές κάνουν λάθη χωρίς να σκέφτονται , μας πληγώνουν χωρίς να σκέφτονται αλλά εμείς βλέπουμε με τα δικά μας μάτια τον κόσμο κι αυτό είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο.Ποτέ δεν θα ντρέπεσαι για ότι κάνεις γιατί ο καθένας μας είναι μοναδικός σε αυτόν τον κόσμο της '' Ονειροπόλας '' !!

Ο Καραμελάκης χαμογέλασε και όλα τα παιδιά έγιναν ένα κουβάρι.Ξεκίνησαν όλοι μαζί να κάνουν κατασκευές , με την βοήθεια του μικρού μας φίλου και όλη η κατασκήνωση έγινε μια μεγάλη καραμελογλειφιτζουροκατασκήνωση !!!!!!!!!!!!!!!!!!

Και μην ξεχνάτε...
Όλοι είναι μοναδικοί και ο κόσμος τόσο γλυκός σαν μια μεγάλη καραμέλα....!

Ο κος. Μοναχικός και η Συντροφιά του !!







           Μια φορά κι έναν καιρό σ ένα μικρό σπιτάκι ζούσε ένας κλόουν. Το σπιτάκι του ήταν τόσο μικρό μα γι αυτόν ήταν τόσο μεγάλο. Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω απ’ ότι είχε, του έφτανε το λουλούδι του. Τ’ όνομα του ήταν Μοναχικός, ο Μοναχικός κλόουν. Είχε ένα λουλουδάκι πάνω στο καπέλο του, μια μεγάλη κίτρινη μαργαρίτα. Την δική του μαργαρίτα..

Το πρόγραμμα του ήταν κάθε μέρα το ίδιο. Φορούσε τα φανταχτερά του ρούχα, το μεγάλο κόκκινο καπέλο του και τα μεγάλα μαύρα παπούτσια του. Η μαργαρίτα του λοιπόν, δεν τον είχε αφήσει ποτέ μόνο του, εδώ και 23 χρόνια τον ακολουθούσε παντού.
Κάθε μέρα του έλεγε <Καλημέρα>. όταν ήταν δυστυχισμένος ήταν η μοναδική παρηγοριά του, τον φρόντιζε καθημερινά. Διασκέδαζαν μαζί τα μικρά αλλά και τα μεγάλα παιδιά. Κάθε μέρα πριν φτάσουν σπίτι την πήγαινε στο πάρκο να δει τις αδερφές της. Ήταν η συμφωνία τους. Και κάπως έτσι κυλούσε η ζωή τους.
Καλημέρα, είναι η ώρα να ξυπνήσεις, έχουμε πολλές δουλειές σήμερα.!> Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το γαλάζιο ημερολόγιο που του έκανε δώρο το προηγούμενο βράδυ ο άγγελος, ένα ξανθό αγοράκι με πράσινα μάτια και μεγάλο πλατύ χαμόγελο. Το είχε φτιάξει μόνος του, <Μυρίζει μαρμελάδα>, του είπε < όταν το έφτιαχνα η γιαγιά μου έβαζε μαρμελάδα στο βαζάκι>.
Εκείνη την ώρα πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του μια εικόνα. Μαρμελάδες παντού, η γιαγιά να φτιάχνει μαρμελάδες και να βάζει τα δαχτυλάκια του μέσα στο βάζο για να δοκιμάσει. Ήταν τόσο όμορφα.

<Τρίτη σήμερα> είπε η μαργαρίτα στον Μοναχικό <Σήκω!!, πρέπει να πάμε να πάρουμε δώρο στην αδερφή μου, έχει γενέθλια σήμερα μα δεν θυμάσαι?> Είχε δίκιο η μαργαρίτα, το είχε ξεχάσει, όμως δεν μπορούσε να σηκωθεί από το ζεστό του κρεβάτι.
Έξω έβρεχε. Τα φύλλα των δέντρων χόρευαν στον ρυθμό του ανέμου, οι στάλες τις βροχής ακούγονταν από το ταβάνι σαν μελωδία. Όλα ήταν τόσο όμορφα αλλά ένιωθε κάπως περίεργα.
Είχε καιρό να νιώσει έτσι, κάτι σαν φόβος. Είχε πολλά χρόνια να φοβηθεί για κάτι. Κουκουλώθηκε με την γαλάζια του κουβέρτα , ένιωσε μια κρυάδα να περνάει από πάνω του.
Στην Μαργαρίτα δεν είπε τίποτα, όμως εκείνη τον ήξερε τόσο καλά!! δεν μπορούσε να της κρυφτεί. <Έλα Σήκω τι φοβάσαι? μήπως είσαι άρρωστος?>
«Όχι» της απάντησε κοφτά και η μικρή μαργαρίτα- έτσι την έλεγε πάντα- έσκυψε το κεφάλι. Ποτέ ξανά δεν της είχε μιλήσει έτσι.
«ΟΟΟ Μικρή μου πριγκίπισσα συγνώμη, δεν ήθελα να σε πληγώσω» μα τι τον είχε πιάσει?? Σηκώθηκε δήθεν χαρούμενος από το κρεβάτι του για να μην στενοχωρήσει άλλο την Μαργαρίτα του, την πήρε στα χέρια και της έδωσε προσεχτικά ένα μικρό φιλάκι. Χαμογέλασαν και οι δύο ταυτόχρονα «άντε πάμε» της είπε. Μέσα σε λίγα λεπτά βρίσκονταν στο πάρκο με μπαλόνια, καπέλα και σφυρίχτρες τραγουδώντας για τα γενέθλια της μικρής Μαργαρίτας.

Η βροχή είχε κοπάσει, και ένα ουράνιο τόξο είχε κάνει την εμφάνιση του. Ο καλός φίλος της
Μαργαρίτας, ο Πολύχρωμος. Την κοίταξε και της χαμογέλασε γλυκά. «Τι κάνεις μικρή μου Μαργαρίτα?» την ρώτησε ο Πολύχρωμος ενώ η Μαργαρίτα τραγουδούσε ακόμα για την μικρή της αδερφή. «ΑΑΑ μια χαρά Πολύχρωμε, έχεις καιρό να εμφανιστείς…»
αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της ο Πολύχρωμος είχε εξαφανιστεί!
Ο Μοναχικός ζήλευε λίγο αλλά ποτέ δεν της το είχε πει, την ήθελε μόνο για εκείνον ήταν δική του.
Δεν του έλειπε η αγάπη, του έλειπε η συντροφιά κάποιου. Φυσικά δεν ήταν μόνος του αλλά η Μαργαρίτα δεν μπορούσε να κάνει όσα έκανε εκείνος… Ήθελε στην ζωή του κάποιον σαν αυτόν…. περίεργο ε?
Φίλους δεν είχε, οι μοναδικοί του φίλοι ήταν η Μαργαρίτα και οι φίλοι της. Έβλεπε στον δρόμο παρέες να γελάνε, να παίζουνε και του φαινόταν παράξενο συναίσθημα…. η ΧΑΡΑ!!!
Η ώρα πέρασε γρήγορα. Έπρεπε να πάει σπίτι να ετοιμαστεί. Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα είχε να βγάλει εις πέρας την αποστολή του ξανά. Να
κάνει τον κόσμο να γελάσει. Όμως ήταν κι αυτό το κάτι που τον βασάνιζε από το πρωί. Είχε ένα παράξενο προαίσθημα πως κάτι θα συνέβαινε . Άραγε ήταν κάτι κακό?? Κι όσο το σκεφτόταν τόσο αναστέναζε πιο βαριά.
Ετοίμασε σιγά- σιγά τα μπαγκάζια του, έβαλε την Μαργαρίτα στο καπέλο του και έφυγε από το σπίτι τρέχοντας! μα κάτι είχε ξεχάσει. Κάτι σημαντικό! Αλλά τι ήταν αυτό? Μα φυσικά!!! την ομπρέλα του!!! και πώς γυρίζουν τώρα πίσω?
«Είσαι ξεχασιάρης» γκρίνιαξε η Μαργαρίτα «Μα πως είναι δυνατόν να ξεχάσεις κάτι τόσο σημαντικό? Τώρα πρέπει να τρέεεεεεεεξουμε» και πριν προλάβει να ολοκληρώσει ο Μοναχικός έτρεχε ήδη…
«Το ξέρεις πως μου αρέσουν οι περιπέτειες μαζί σου γι αυτό μου τα κάνεις αυτά εεεεεεεεεεε????????»

Στο πρώτο υπόστεγο που βρήκε μπροστά του χώθηκε, μα σε αυτό το υπόστεγο δεν ήταν μόνος του. Ένιωθε την παρουσία κάποιου, όμως μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπε κανέναν……
«Καλησπέρα» άκουσε μια φωνή να λέει, γύρισε με προσοχή να δει από πού ερχόταν αυτή η γλυκιά τσιριχτή φωνούλα. Μα ήταν σίγουρος πως αυτή η τσιριχτή φωνούλα ερχόταν από κάποιο μικρό παιδί που είδε τα φανταχτερά του ρούχα και του μίλησε για να βγάλουν μια φωτογραφία ή για να θαυμάσει το καπέλο του ή για να του φτιάξει κάποιο μπαλόνι …ή …ή …ή…. Με τίποτα δεν περίμενε να δει αυτό που είδε. Μα τους χίλιους κλόουν!!!!
Μια ψηλή κοπέλα με πράσινο παντελόνι γεμάτο μαύρες μεγάλο βούλες κι ένα τεράστιο καπέλο που είχε πάνω μια πασχαλίτσα μεγάλη. ίσα ίσα που φαινόταν στο σκοτάδι.

«Καλησπέρα» είπε ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό. Ε μην φανεί και αγενείς.
«Μα είσαι κι εσύ κλόουν» του είπε, ενώ έκανε ένα βήμα πιο μπροστά. Ο Μοναχικός τραβήχτηκε λίγο πιο πίσω. « ΕΕΕ, Ναι» είπε αλλά η φωνή του έτρεμε. «πολύ όμορφη η μαργαρίτα σου, ξέχασα να πάρω την ομπρέλα μου μαζί και έτσι κατέληξα να περιμένω να σταματήσει η βροχή, κάτω από αυτό το υπόστεγο….. εσύ? ΑΧ!!Ναι ξεχάστηκα με λένε Συντροφιά εσένα?»
Ο Μοναχικός την κοιτούσε έκπληκτος, μα μιλάει πολύ και τόσο γρήγορα. πως αντέχει? Η Μαργαρίτα γελούσε κρυφά , κατάλαβε πως ο φίλος της ένιωθε αμήχανα. «ΕΕΕ Εμένα με λένε Μοναχικό. Σ’ ευχαριστώ πολύ κι εσένα η πασχαλίτσα σου είναι πολύ γλυκιά, είστε χρόνια φίλες?» Αυτά μόνο κατάφερε να πει, ενώ η Μαργαρίτα ξερόβηχε όλη την ώρα.
«Θα κρύωσε, γι ‘αυτό βήχει» πρόσθεσε ο Μοναχικός, ενώ η φωνή του συνέχισε να τρέμει και τον πρόδιδε. Μα Ναι ντρεπόταν. Μα ήταν τόσο όμορφη η Συντροφιά, όσο και η Μαργαρίτα αλλά δεν θα το έλεγε αυτό στην Μαργαρίτα γιατί είναι ζηλιάρα κι από κίτρινη Μαργαρίτα θα γινόταν πράσινη, από την ζήλια της…
Η Συντροφιά δεν ρώτησε κάτι άλλο. Κατάλαβε την αμηχανία του Μοναχικού.
Η βροχή δεν σταματούσε, αντίθετα δυνάμωνε. Τα αυτοκίνητα περνούσαν γρήγορα αγνοώντας τους περαστικούς και μερικές φορές τους έκανε και μούσκεμα. Όλοι βιάζονταν, όχι όμως και οι κλόουν μας με την παρέα τους.
«ΕΕΕ Μοναχικεεεεε» φώναξε η Μαργαρίτα ελαφρώς ενοχλημένη από την αργοπορία κι από την αγένεια της πασχαλίτσας, δεν της είχε δώσει καν σημασία τόση ώρα:
«Έχουμε αργήσει πάρα πολύ, εγώ λέω να πάμε σπίτι γιατί ο καιρός θα μου χαλάσει την κόμη»

Η Συντροφιά γέλασε. « Θέλετε να πάμε σπίτι μου να πιούμε ένα τσάι να ζεσταθούμε λίγο?» είπε η Συντροφιά στον Μοναχικό. Η Μαργαρίτα έβαζε στοίχημα πως αν δεν ήταν μαζί του εκείνη την ώρα, θα είχε κάνει γκάφα ο φίλος της. Έτσι πετάχτηκε χωρίς να προλάβει ο Μοναχικός να αντιδράσει.. «ΦΥΣΙΚΑ, μένεις εδώ κοντά? Ή θα περπατήσουμε πολύ? Εμένα δεν με νοιάζει, τον φίλο μου όμως μπορεί, ξέρεις έχω μεγαλώσει λίγο κι έχω βαρύνει τώρα τελευταία» Γέλασαν όλοι δυνατά χωρίς να τους νοιάζει ο κόσμος που τους κοιτούσε περίεργα, αλλά δεν τους έδινε και πολύ σημασία γιατί όλοι βιάζονταν, ως συνήθως . Ο Μοναχικός δεν συνήθιζε να γελάει και η Μαργαρίτα παραξενεύτηκε.
« Μένω δυο στενά πιο κάτω, ξεκινάμε?» Ο μοναχικός έκανε βήματα χωρίς να το καταλάβει,
μηχανικά, λες και κάποιος τον κινούσε, ένιωθε σαν μαριονέτα.
Έφτασαν στο σπίτι της Συντροφιάς. Η Μαργαρίτα έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
Το σπίτι ήταν τεράστιο, είχε πολλά λουλούδια, μα δεν είχε μαργαρίτες!!!. Ένας κήπος τεράστιος, με πολλά σκαλοπάτια, τεράστια παράθυρα!! σωστό παλάτι.

«Εδώ μένεις??» ρώτησε ο μοναχικός δειλά. «Ναι είναι το μικρό μου παλατάκι!» απάντησε η Συντροφιά νιώθοντας περήφανη για το σπίτι της.!!!!
Ο Μοναχικός ντράπηκε, το δικό του σπίτι ήταν πολύ μικρό αλλά δεν τον ένοιαζε γιατί ήταν ζεστό και φωτεινό, τόσο φωτεινό ώστε να βοηθάει την μαργαρίτα του να μεγαλώνει και να την καμαρώνει.
«ΑΑΑΑΑ είπε η Μαργαρίτα καλό είναι αλλά λίγο μεγάλο» μα φυσικά έλεγε ψέματα, δεν ήταν απλά καλό ήταν εξαιρετικό, δεν ήταν λίγο μεγάλο αλλά τεράστιο. Ο Μοναχικός την κοίταξε με μια πονηρή ματιά, ήξερε πως το παλατάκι της Συντροφιάς άρεσε πάρα πολύ στην Μαργαρίτα, άλλωστε
θαύμαζε όλα αυτά τα μεγάλα σπίτια που έμπαιναν για τα διασκεδάσουν τα παιδάκια, μικρά και μεγάλα.
Κι αυτά τα μεγάλα παιδιά είναι πιο απαιτητικά. Άλλωστε το είπε και η Συντροφιά.
« Είναι πιο απαιτητικοί οι μεγάλοι, πιο καχύποπτοι Μοναχικέ ΜΟΥ» αυτό το ΜΟΥ ακούστηκε σαν μελωδία στ αυτιά του Μοναχικού, κανείς ποτέ δεν του το είχε πει, ούτε καν η Μαργαρίτα.
Έκανε βόλτες μέσα στο παλατάκι της Συντροφιάς, παντού φωτογραφίες, τόσες φωτογραφίες δεν είχε δει ποτέ ξανά. Όλα όσα έβλεπε εκεί μέσα του φαίνονταν περίεργα. Μα η Μαργαρίτα που ήταν? Την είχε αφήσει για λίγο πάνω στον καναπέ τον μεγάλο φούξια καναπέ.
Γύρισε να την δει και έλειπε, ταράχτηκε, ίδρωσε, μα που ήταν? Η Μαργαρίτα αγνάντευε την θέα, μα ήταν θυμωμένη. «μήπως ήρθε η ώρα να φύγουμε?» του είπε κοφτά. «μα μαργαρίτα μου δεν ήπιαμε ακόμα το τσάι μας» της απάντησε χαμηλόφωνα ο Μοναχικός, δεν ήθελε να ακούσει η Συντροφιά. «Τι έχεις γλυκιά μου?» την ρώτησε κοιτάζοντας την
τρυφερά.
«Τίποτα.»
«Έλα τώρα πες μου τι έχεις κι άσε τα πείσματα »
«είμαι τόσο λυπημένη και θυμωμένη μαζί. Κοιτάω έξω και δεν βλέπω καμία από τις αδερφές μου, γιατί? Δεν μας αγαπάει? Έχει τόσα λουλούδια! μα είμαστε τόσο όμορφες, όχι να το παινευτώ!!! αλλά είμαστε.»
Η Συντροφιά άκουσε τον διάλογο χωρίς να το θέλει. Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε τρυφερά.
«Γλυκιά μου σας αγαπάω πολύ, είστε από τα πιο όμορφα λουλούδια του κόσμου, μα επειδή σας αγαπάω τόσο πολύ σας έχω βάλει όλες μαζί για να μην νιώθετε μοναξιά.» και της έδειξε από το άλλο παράθυρο το παρτέρι με τις μαργαρίτες. Αμέσως η Μαργαρίτα άνοιξε τα πέταλα της και με μια αγκαλιά της ζήτησε συγνώμη.


«Μοναχικέ ΜΟΥ είμαστε τόσες ώρες μαζί και δεν ξέρω τίποτα για σένα» είπε και άφησε την Μαργαρίτα στο παράθυρο να κοιτάει με ενθουσιασμό τις αδερφές της.
«Ε ναι έχεις δίκιο, αλλά η ζωή μου δεν έχει και τόσο ενδιαφέρον όσο νομίζεις»
«Μα δεν πειράζει. Τρελαίνομαι να ακούω ιστορίες από τα παλιά!!» του είπε και πήγε λίγο πιο κοντά του.
Ο Μοναχικός δεν έκανε πίσω αυτή την φορά, κάτι που ξάφνιασε την Μαργαρίτα, η οποία είχε ανοίξει ραντάρ και άκουγε με προσοχή κάθε λέξη του φίλου της χωρίς να χάσει ούτε κόμμα.
Η Συντροφιά κατάλαβε πως είχε φέρει σε δύσκολη θέση τον καινούριο της φίλο και δεν το συνέχισε.
«Εντάξει λοιπόν θα σου μιλήσω για την δική μου ζωή, αν φυσικά θέλεις.»
«Μα φυσικά» απάντησε ο Μοναχικός γουρλώνοντας τα μάτια του και παίρνοντας μια πιο αναπαυτική θέση στον μεγάλο φούξια καναπέ με τα πολύχρωμα μαξιλάρια.
Η Συντροφιά πήρε ένα μεγαλοπρεπές ύφος πριγκίπισσας και ξεκίνησε να μιλάει για την ζωή της όλο χαρά. «Έχω πολλούς φίλους, μου αρέσει να τους περιποιούμαι, να κάνουμε μαζί πράγματα καθημερινά, άλλωστε αυτά έχουν σημασία είναι τα απλά καθημερινά πράγματα.» είπε και ρούφηξε το τσάι της με μιας.
Ο Μοναχικός την άκουγε με μεγάλη αφοσίωση. Δεν την ζήλευε άλλωστε εκείνος είχε παρέα την μαργαρίτα του και τις αδερφές της. Μα η Συντροφιά είχε κάτι που ο Μοναχικός δεν το είχε. Είχε οικογένεια.
Ξεκίνησε να μιλάει με τόση αγάπη για την οικογένεια της. Τότε ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του Μοναχικού. «Μα τι έπαθες καλέ μου? Είπα κάτι που σ ενόχλησε?» είπε η Συντροφιά και αγκάλιασε τον Μοναχικό τρυφερά. «Όχι όχι συνέχισε απλά, να!, ξέρεις…!! εγώ δεν είχα ποτέ μου οικογένεια, κάθε μέρα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ξυπνούσα μόνος μου και δεν γελούσα, παρά μόνο όταν έπρεπε. Έπαιζα με τα παιδάκια και έπρεπε να τα κάνω να γελάσουν, να ξυπνήσω το πρωί, έπρεπε . ΑΧ αυτό το πρέπει μου έχει στοιχειώσει την ζωή. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να κάνω κάτι, πρέπει να γελάω, πρέπει, πρέπει , πρέπει. Κουράστηκα…» και άφησε την κούπα στο μεγάλο λαχανί τραπέζι.
«ΑΧ καλέ μου δεν ξέρω τι να σου απαντήσω, εγώ ποτέ δεν έκανα αυτό που έπρεπε, έκανα ΠΑΝΤΑ
αυτό που ήθελα κι αν δεν ήταν σωστό? οι γονείς μου με διόρθωναν χωρίς να με μαλώσουν.»
«είσαι τυχερή, πολύ τυχερή» της είπε και την πήρε αγκαλιά.
«Εσύ όμως έχεις κάτι που εγώ δεν έχω..» του είπε και έσκυψε το κεφάλι της, τα μάτια της βούρκωσαν. Μα τι μπορεί να ήταν αυτό που είχε ο Μοναχικός και η Συντροφιά να ζήλευε? « την μαργαρίτα!! είναι μοναδική για σένα, σε αγαπάει, σε προστατεύει, σε νοιάζεται.» τότε η Μαργαρίτα ένιωσε καμάρι και χαμογέλασε.
«Εγώ από τότε που χάθηκαν οι γονείς μου, δεν είχα ποτέ ξανά τόσο κοντά μου έναν άνθρωπο.» είπε η Συντροφιά με μία ανάσα και τα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια της. «νοιάζομαι πάντα για τους άλλους, για τους φίλους μου, για τα λουλούδια μου, μα κανείς δεν νοιάζεται για μένα, ακόμα και η πασχαλίτσα μου δεν μιλάει, κουράστηκε πια όλα αυτά τα κοσμικά. Κάθε μέρα πηγαίναμε έξω, κάθε μέρα τρέχαμε στους φίλους μας και τώρα κοίτα με, μένω μόνη μου σ ένα τεράστιο σπίτι, μόνη μου.»
Ο Μοναχικός άκουγε άφωνος όλα αυτά που έλεγε η Συντροφιά. Μα πώς είναι δυνατόν να νιώθει κανείς μοναξιά με τόσους ανθρώπους δίπλα του? Δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Σώπα» της είπε και την πήρε μια μεγάλη σφιχτή αγκαλιά. Δεν ήξερε τι άλλο έπρεπε να κάνει για να την κάνει να νιώσει καλύτερα, μα σκέφτηκε κάποιον που μπορούσε να την κάνει να νιώσει καλύτερα, την Μαργαρίτα. «Μα…..» έριξε μια ματιά προς το μέρος της και την είδε να κοιμάται. «Άφησε την» είπε η Συντροφιά
Τότε ο Μοναχικός κατάλαβε πως μόνος έπρεπε να κάνει την Συντροφιά να νιώσει όμορφα και να βγάλει όλες αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της.

« Συντροφιά μου δεν είσαι μόνη σου, πάντα κάποιος είναι δίπλα σου, εμένα είναι η μαργαρίτα μου και τώρα εγώ είμαι δίπλα σε σένα. Είσαι μόνη σε αυτό το σπίτι γιατί απλά οι φίλοι σου είναι εδώ με την σκέψη τους και όχι με την παρουσία τους, είναι και αυτό σημαντικό εξίσου. Φίλος είναι αυτός που σε σκέφτεται και είναι δίπλα σου στα δύσκολα αλλά και στα εύκολα. Η καθημερινή επικοινωνία δεν δηλώνει την φιλία κάποιου . Είμαι σίγουρος πως όταν πάρεις
τηλέφωνο κάποιον από τους φίλους σου ή όταν χρειαστείς κάποιον εκείνος θα το νιώσει και θα τρέξει δίπλα σου, να περάσετε μαζί την μέρα σας.» Το πρόσωπο της Συντροφιάς έλαμψε σαν ήλιος. «Μα ναι! έχεις δίκιο καλέ μου, μα πόσο ανόητη είμαι.» είπε και κούρνιασε στην αγκαλιά του ξανά.
Καλημέρα είπε μια φωνούλα, η Συντροφιά παραξενεύτηκε είχε πολλά χρόνια ν’ ακούσει αυτή την γνώριμη φωνή. Η ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΑ.

Άνοιξε τα φτερά της και πέταξε πάνω στην Μαργαρίτα, η οποία δεν κοιμόταν αλλά έπρεπε να κάνει τον Μοναχικό να βγάλει από την ψυχή του αυτά που ένιωθε.
«Καλώς την» της είπε και την δέχτηκε με μεγάλη χαρά σ’ ένα από τα πέταλα της.
«Καλώς σας βρήκαμε» απάντησε η πασχαλίτσα.
Η Συντροφιά αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του Μοναχικού, ο οποίος την κοιτούσε με τόση λαχτάρα. Μα ναι αυτό ήταν ο έρωτας, η καρδούλα του χτυπούσε τόσο δυνατά, η Μαργαρίτα την άκουγε.
«Ερωτεύτηκες» του είπε και χαμογέλασε πονηρά.
«Κι εσύ κυρία μου που το ξέρεις?» της απάντησε θέλοντας να κρύψει τα αισθήματα του από την φίλη του.
«Μα είναι φανερό ανόητε, μην μου κρύβεσαι εμένα» και μ ένα υπεροπτικό ύφος έκανε ένα σάλτο και πήδηξε από το παράθυρο.
«Είναι ώρα να φύγουμε» της είπε χωρίς να σχολιάσει κάτι παραπάνω ο Μοναχικός.
Η Συντροφιά ξύπνησε μ ένα χαμόγελο στα χείλη της.
«Εμείς κάπου εδώ θα σε αφήσουμε» είπε ο Μοναχικός προσπαθώντας να κρύψει τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα του.
«Πότε θα σε ξανά δω?» ρώτησε η Συντροφιά και η αγωνία ζωγραφίστηκε με μιας στο πρόσωπο της. Δεν ήξερε τι απάντηση θα έπαιρνε από τον κλόουν πρίγκιπα της.
«Αύριο» της είπε κλείνοντας βιαστικά την πόρτα πίσω του, για να μην δείξει πόσο πολύ ήθελε την συντροφιά της.
Η Μαργαρίτα σε όλη την διαδρομή τραγουδούσε.
Ο Μοναχικός δεν της έδινε σημασία γιατί το μυαλό του είχε σταματήσει στον μεγάλο φούξια καναπέ.
Γύρισαν στο σπίτι και οι δύο χαρούμενοι. Τα φώτα έσβησαν και ο Μοναχικός έκανε πως κοιμάται για να γλιτώσει τις ερωτήσεις της Μαργαρίτας.
«Κοιμάσαι?» τον ρώτησε γλυκά. Ο Μοναχικός έκανε πως ροχάλιζε «χρρρρρ φφφφφσσσστ»
«Καλά! Μα αν δεν κοιμάσαι και κάνεις πως κοιμάσαι να σ ενημερώσω πως δεν θα κάνω καμία ερώτηση απλά θα σ ενημερώσω ότι επιτέλους ερωτεύτηκες.!!!!!!» ο Μοναχικός χαμογέλασε μα η Μαργαρίτα δεν το είδε ποτέ, το δωμάτιο τους ήταν θεοσκότεινο.

Οι ηλιαχτίδες ξύπνησαν τον Μοναχικό και όχι η φωνή της Μαργαρίτας. Εκείνη κοιμόταν του καλού καιρού, χωρίς να την ξυπνήσει έφυγε από το σπίτι.
Ήθελε τόσο πολύ να δει την Συντροφιά του.
Είχε πάρει μια απόφαση. Να της προτείνει να μείνουν όλοι μαζί.
Η συντροφιά, η μαργαρίτα, η πασχαλίτσα κι εκείνος.
Ήθελε να τρέξει να της το πει κι αυτό ακριβώς έκανε.
Χτύπησε το κουδούνι και πριν προλάβει ν ανοίξει η πόρτα την πήρε αγκαλιά της έδωσε ένα μεγάλο φιλί και της παρέδωσε την μικρή αδερφή της μαργαρίτας.
« σ ευχαριστώ πάρα πολύ αλλά γιατί μου κάνεις ένα τέτοιο δώρο?» του είπε και τον κοιτούσε στα μάτια τρυφερά
«μα γιατί δεν θέλω η μαργαρίτα και η πασχαλίτσα να νιώθουν μόνες τους!»
«τι εννοείς? Δεν καταλαβαίνω» και ειλικρινά δεν έλεγε ψέματα, δεν καταλάβαινε τι ήθελε να της πει.
«Έλα να μείνεις μαζί μου, μπορεί το σπίτι μου να είναι μικρό αλλά χωράμε και οι 5 με άνεση, λοιπόν τι λες δέχεσαι??» μα φυσικά η αγάπη τους χωράει όλους, δεν υπάρχουν μικροί χώροι άπληστοι άνθρωποι υπάρχουν.
Η χαρά της ήταν μεγάλη δεν μπορούσε να περιγράψει πως ένιωθε εκείνη την στιγμή.
Του μοναχικού η καρδιά όμως μέχρι ν απαντήσει η Συντροφιά του πήγε να σπάσει, φοβόταν πως θα πει όχι.
«Μα φυσικά πρίγκιπα μου!!!!!»
Μάζεψε τα πράγματα της μέσα σ ένα λεπτό, πήρε την πασχαλίτσα της μαζί και έφυγαν τρέχοντας από το τεράστιο σπίτι τους που ένιωθαν και οι δυο τόση μοναξιά..
Η Μαργαρίτα δεν γνώριζε τίποτα. Μόλις γύρισε σπίτι ο μοναχικός της δεν του μιλούσε, όμως δεν είχε δει την Συντροφιά.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή «Μαργαρίτα μου??» ήταν η αδερφή της, μα πως βρέθηκε στο σπίτι? Γύρισε το βλέμμα της και είδε την πασχαλίτσα, την αδερφή της και την Συντροφιά. Μα αυτός ο φίλος της είναι τρελός??
«Θα μείνουμε όλοι μαζί γλυκιά μου, θέλεις?»
Από την χαρά της η μαργαρίτα μας έκανε κωλοτούμπα.
«ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙ» φώναξε με τόση δύναμη που ένιωσε πως δεν είχε άλλη φωνή να βγάλει από μέσα
της. Χαμογέλασε στην συντροφιά και της είπε με την γλυκιά φωνούλα της:
«Καλώς ήρθατε στο μικρό- μεγάλο μας σπίτι»
Κι έτσι ο Μοναχικός είχε την δική του συντροφιά, η μαργαρίτα την δική της και η πασχαλίτσα πέταγε από λουλούδι σε λουλούδι. Έσμιξαν όλοι μαζί. Στο παλατάκι της Συντροφιάς πήγαιναν μόνο για ποτίσουν τα λουλούδια της, άλλωστε τώρα πια το σπίτι τους τους χωρούσε μια χαρά.
Μετά από λίγα χρόνια ένωσαν την συντροφιά τους και την έκαναν αγάπη!!
Απέκτησαν κι ένα παιδάκι όμορφο, το ονόμασαν ΕΛΠΙΔΑ. Ήταν η δική τους ελπίδα κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!!!!!!!!!!